1. Λέξη
    κυνηγός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: κυνηγώ - κυνηγάω - κυνηγετικός - κυνηγόσκυλο - κυνηγητό - κυνηγήσω - κυνηγήσουν)
  2. Συνώνυμα
    • θηρευτής
    • κυνηγός
    • κυνηγός άγριας πανίδας
    3
  3. Αντώνυμα
    • θηράμα
    • θύμα
    2
  4. Ορισμός
    • Ο άνθρωπος που ασχολείται με το κυνήγι, είτε ως επάγγελμα είτε ως χόμπι.
    • Οργανισμός που κυνηγά άλλους οργανισμούς για τροφή.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο κυνηγός πήγε στο δάσος από νωρίς το πρωί για να ψάξει για λαγούς.
    • Η γάτα είναι ένας φυσικός κυνηγός μικρών ζώων.
    2