Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυνηγός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
κυνηγώ
-
κυνηγάω
-
κυνηγετικός
-
κυνηγόσκυλο
-
κυνηγητό
-
κυνηγήσω
-
κυνηγήσουν
)
Συνώνυμα
θηρευτής
κυνηγός
κυνηγός άγριας πανίδας
3
Αντώνυμα
θηράμα
θύμα
2
Ορισμός
Ο άνθρωπος που ασχολείται με το κυνήγι, είτε ως επάγγελμα είτε ως χόμπι.
Οργανισμός που κυνηγά άλλους οργανισμούς για τροφή.
2
Παραδείγματα
Ο κυνηγός πήγε στο δάσος από νωρίς το πρωί για να ψάξει για λαγούς.
Η γάτα είναι ένας φυσικός κυνηγός μικρών ζώων.
2