Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
γιατρεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
γιατρειά
-
γιατρέ
-
γιατρός
-
λατρεύω
-
γιατρικό
-
γιατρέψω
)
Συνώνυμα
θεραπεύω
ιατρεύω
φροντίζω
3
Αντώνυμα
αρρωσταίνω
βλάπτω
τραυματίζω
3
Ορισμός
να κάνω κάποιον υγιή ξανά, να αποκαταστήσω την υγεία κάποιου
να διορθώσω μια κατάσταση ή πρόβλημα
2
Παραδείγματα
Ο γιατρός κατάφερε να γιατρεύσει τον ασθενή.
Ο χρόνος γιατρεύει όλες τις πληγές.
2