Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λείο
-
λείψη
-
λείψω
-
λείπω
)
Συνώνυμα
κλοπή
ληστεία
αρπαγή
3
Αντώνυμα
δωρεά
χάρισμα
επιχορήγηση
3
Ορισμός
Η πράξη της αφαίρεσης ξένης περιουσίας χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.
Το αποτέλεσμα της κλοπής, δηλαδή τα κλεμμένα αγαθά.
2
Παραδείγματα
Η λεία από την τράπεζα ανήλθε σε πολλά εκατομμύρια ευρώ.
Οι ληστές μοίρασαν τη λεία μεταξύ τους.
2