1. Λέξη
    λεία (ουσιαστικό) - (παρόμοια: λείο - λείψη - λείψω - λείπω)
  2. Συνώνυμα
    • κλοπή
    • ληστεία
    • αρπαγή
    3
  3. Αντώνυμα
    • δωρεά
    • χάρισμα
    • επιχορήγηση
    3
  4. Ορισμός
    • Η πράξη της αφαίρεσης ξένης περιουσίας χωρίς τη συγκατάθεση του ιδιοκτήτη.
    • Το αποτέλεσμα της κλοπής, δηλαδή τα κλεμμένα αγαθά.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η λεία από την τράπεζα ανήλθε σε πολλά εκατομμύρια ευρώ.
    • Οι ληστές μοίρασαν τη λεία μεταξύ τους.
    2