Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λογική (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
λογικά
-
λογιστική
-
λογικός
-
λογικεύω
-
λογικεύομαι
)
Συνώνυμα
συλλογιστική
νοημοσύνη
συλλογισμός
3
Αντώνυμα
αλογία
παραλογισμός
παράλογο
3
Ορισμός
Η ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται και να εξάγει συμπεράσματα με βάση την ορθή χρήση της λογικής.
Η επιστήμη που μελετά τις αρχές και τις μεθόδους της σωστής σκέψης και του συλλογισμού.
2
Παραδείγματα
Η λογική είναι απαραίτητη για την επίλυση μαθηματικών προβλημάτων.
Η φιλοσοφία χρησιμοποιεί τη λογική για να αναλύσει πολύπλοκα ζητήματα.
2