Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λογικεύομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
λογικεύω
-
ειδικεύομαι
-
λογική
-
λογικά
)
Συνώνυμα
συλλογίζομαι
σκεπτόμαται
συλλογίζομαι
3
Αντώνυμα
αλογίζω
παραλογίζομαι
αφηνιάζω
3
Ορισμός
Να σκέφτομαι με λογική και ορθή σκέψη.
Να εξάγω συμπεράσματα με βάση τη λογική.
Να προσπαθώ να βρω μια λογική εξήγηση ή αιτία.
3
Παραδείγματα
Προσπάθησε να λογικευτεί γιατί έγινε αυτό το λάθος.
Μετά από πολλή σκέψη, λογικεύτηκε ότι η απόφασή του ήταν σωστή.
Δεν μπορείς πάντα να λογικεύεσαι τα συναισθήματά σου.
3