Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
λογικεύω (ρήμα) - (παρόμοια:
λογικεύομαι
-
λογική
-
λογικά
-
λογικός
)
Συνώνυμα
συλλογίζομαι
συμπεραίνω
αναλύω
συνθέτω
4
Αντώνυμα
αλογίζω
αναιρώ
απορρίπτω
3
Ορισμός
Να σκέφτομαι με λογική και συστηματικό τρόπο.
Να εξάγω συμπεράσματα με βάση δεδομένα ή προτάσεις.
Να οργανώνω τις σκέψεις μου με λογική σειρά.
3
Παραδείγματα
Προσπάθησε να λογικεύσει την απόφασή του πριν την ανακοινώσει.
Μετά από ώρες σκέψης, κατάφερε να λογικεύσει τα συναισθήματά του.
Ο φιλόσοφος λογικεύει κάθε επιχείρημα πριν το παρουσιάσει.
3