1. Λέξη
    λογικεύω (ρήμα) - (παρόμοια: λογικεύομαι - λογική - λογικά - λογικός)
  2. Συνώνυμα
    • συλλογίζομαι
    • συμπεραίνω
    • αναλύω
    • συνθέτω
    4
  3. Αντώνυμα
    • αλογίζω
    • αναιρώ
    • απορρίπτω
    3
  4. Ορισμός
    • Να σκέφτομαι με λογική και συστηματικό τρόπο.
    • Να εξάγω συμπεράσματα με βάση δεδομένα ή προτάσεις.
    • Να οργανώνω τις σκέψεις μου με λογική σειρά.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Προσπάθησε να λογικεύσει την απόφασή του πριν την ανακοινώσει.
    • Μετά από ώρες σκέψης, κατάφερε να λογικεύσει τα συναισθήματά του.
    • Ο φιλόσοφος λογικεύει κάθε επιχείρημα πριν το παρουσιάσει.
    3