Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγειρείο (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαγειρεύω
-
μαγειρική
-
μαγειρέψω
)
Συνώνυμα
κουζίνα
μαγειρική
2
Αντώνυμα
τραπεζαρία
σαλόνι
2
Ορισμός
Ο χώρος όπου γίνεται η μαγειρική και η προετοιμασία των τροφίμων.
Το δωμάτιο σε ένα σπίτι ή εστιατόριο όπου μαγειρεύονται τα φαγητά.
2
Παραδείγματα
Το μαγειρείο του σπιτιού είναι πλήρως εξοπλισμένο.
Στο εστιατόριο, το μαγειρείο βρίσκεται στο πίσω μέρος.
2