1. Λέξη
    μαγειρική (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μαγειρείο - μαγειρεύω - μαγειρέψω)
  2. Συνώνυμα
    • μαγειρεία
    • μαγειρευτική
    • μαγειρική τέχνη
    3
  3. Αντώνυμα
    • αμαγείρευτο
    • ωμό
    2
  4. Ορισμός
    • Η τέχνη και η πρακτική της προετοιμασίας του φαγητού.
    • Το σύνολο των τεχνικών και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή γευστικών και θρεπτικών γευμάτων.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μαγειρική είναι μια από τις παλαιότερες τέχνες της ανθρωπότητας.
    • Στο σεμινάριο θα μάθουμε βασικές τεχνικές μαγειρικής.
    2