Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγειρική (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μαγειρείο
-
μαγειρεύω
-
μαγειρέψω
)
Συνώνυμα
μαγειρεία
μαγειρευτική
μαγειρική τέχνη
3
Αντώνυμα
αμαγείρευτο
ωμό
2
Ορισμός
Η τέχνη και η πρακτική της προετοιμασίας του φαγητού.
Το σύνολο των τεχνικών και μεθόδων που χρησιμοποιούνται για την παρασκευή γευστικών και θρεπτικών γευμάτων.
2
Παραδείγματα
Η μαγειρική είναι μια από τις παλαιότερες τέχνες της ανθρωπότητας.
Στο σεμινάριο θα μάθουμε βασικές τεχνικές μαγειρικής.
2