1. Λέξη
    μαγειρεύω (ρήμα) - (παρόμοια: μαγεύω - μαγειρείο - μαγειρική - μαγειρέψω)
  2. Συνώνυμα
    • μαγειρεύω
    • ετοιμάζω φαγητό
    • μαγειρεύω φαγητό
    3
  3. Αντώνυμα
    • τρώω
    • καταναλώνω
    2
  4. Ορισμός
    • Ετοιμάζω φαγητό με τη χρήση θερμότητας.
    • Μετατρέπω πρώτες ύλες σε έτοιμο φαγητό.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Κάθε βράδυ μαγειρεύω για την οικογένειά μου.
    • Σήμερα αποφάσισα να μαγειρέψω μια σπέσιαλ σαλάτα.
    2