Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαγευτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μαγνητικός
-
μαγικός
-
μαχητικός
-
αλιευτικός
-
χορευτικός
-
δυτικός
-
μαζικός
-
μαθηματικός
-
γοητευτικός
)
Συνώνυμα
γοητευτικός
συναρπαστικός
γοητευτικός
ελκυστικός
4
Αντώνυμα
αποκρουστικός
αντιπαθητικός
άχαρος
3
Ορισμός
Που προκαλεί γοητεία ή εντυπωσιάζει θετικά.
Που έχει την ικανότητα να προσελκύει ή να ελκύει την προσοχή.
2
Παραδείγματα
Η μαγευτική φωνή της τράβηξε όλη την προσοχή του κοινού.
Ένα μαγευτικό τοπίο που σου αφήνει άφωνο.
2