Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαλακτικό (επίθετο) - (παρόμοια:
μαλακά
-
μαλακός
-
μαλακία
-
μαλακώνω
-
μαχητικό
-
ανταλλακτικό
-
προφυλακτικό
)
Συνώνυμα
απαλό
ελαστικό
ευλύγιστο
3
Αντώνυμα
σκληρό
άκαμπτο
δύσκαμπτο
3
Ορισμός
Που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει ή να κάνει κάτι πιο εύκαμπτο.
Που χαρακτηρίζεται από ελαστικότητα ή ευλυγισία.
2
Παραδείγματα
Το μαλακτικό ύφασμα κάνει το ρούχο πιο άνετο.
Χρησιμοποίησε ένα μαλακτικό για τα μαλλιά της.
2