1. Λέξη
    μαλακτικό (επίθετο) - (παρόμοια: μαλακά - μαλακός - μαλακία - μαλακώνω - μαχητικό - ανταλλακτικό - προφυλακτικό)
  2. Συνώνυμα
    • απαλό
    • ελαστικό
    • ευλύγιστο
    3
  3. Αντώνυμα
    • σκληρό
    • άκαμπτο
    • δύσκαμπτο
    3
  4. Ορισμός
    • Που έχει την ιδιότητα να μαλακώνει ή να κάνει κάτι πιο εύκαμπτο.
    • Που χαρακτηρίζεται από ελαστικότητα ή ευλυγισία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Το μαλακτικό ύφασμα κάνει το ρούχο πιο άνετο.
    • Χρησιμοποίησε ένα μαλακτικό για τα μαλλιά της.
    2