Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαστός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
θαυμαστός
-
παστός
-
πλαστός
-
βραστός
)
Συνώνυμα
στήθος
βυζί
θηλή
3
Αντώνυμα
0
Ορισμός
Το μέρος του σώματος, ιδιαίτερα των γυναικών, που βρίσκεται στο πάνω μέτωπο του θώρακα και περιέχει τους γαλακτοφόρους αδένες.
Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει θρέψη, φροντίδα ή προστασία.
2
Παραδείγματα
Η μητέρα κρατούσε το μωρό κοντά στον μαστό της.
Η ποιήτρια χρησιμοποίησε τη λέξη «μαστός» ως σύμβολο μητρικής αγάπης.
2