1. Λέξη
    μαστός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: θαυμαστός - παστός - πλαστός - βραστός)
  2. Συνώνυμα
    • στήθος
    • βυζί
    • θηλή
    3
  3. Αντώνυμα
    0
  4. Ορισμός
    • Το μέρος του σώματος, ιδιαίτερα των γυναικών, που βρίσκεται στο πάνω μέτωπο του θώρακα και περιέχει τους γαλακτοφόρους αδένες.
    • Συμβολικά, χρησιμοποιείται για να δηλώσει θρέψη, φροντίδα ή προστασία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η μητέρα κρατούσε το μωρό κοντά στον μαστό της.
    • Η ποιήτρια χρησιμοποίησε τη λέξη «μαστός» ως σύμβολο μητρικής αγάπης.
    2