Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παστός (επίθετο) - (παρόμοια:
πλαστός
-
μαστός
-
πιστός
-
βραστός
)
Συνώνυμα
βραστός
μαγειρεμένος
ψημένος
3
Αντώνυμα
ωμός
αμαγείρευτος
2
Ορισμός
που έχει υποστεί θερμική επεξεργασία και είναι έτοιμος για κατανάλωση
που έχει μαγειρευτεί ή ψηθεί
2
Παραδείγματα
Ο παστός καφές είναι πιο δυνατός από τον φίλτρου.
Το κρέας ήταν τέλεια παστό και πολύ νόστιμο.
2