Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μειονεκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
πλεονεκτικός
-
ανεκτικός
-
μερτικός
-
λεκτικός
-
μεσιτικός
)
Συνώνυμα
αποτυχημένος
αδύναμος
κατώτερος
3
Αντώνυμα
πλεονεκτικός
δυνατός
ανώτερος
3
Ορισμός
που έχει ή δείχνει μειονέκτημα
που βρίσκεται σε δυσμενή θέση σε σύγκριση με κάποιον άλλο
που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ισχύος ή ικανότητας
3
Παραδείγματα
Η ομάδα μας ήταν μειονεκτική λόγω της έλλειψης εμπειρίας.
Ο μειονεκτικός του χαρακτήρας του τον εμπόδιζε να προχωρήσει στην καριέρα του.
Σε μειονεκτική θέση βρέθηκε μετά την απώλεια των κύριων συμμαχών του.
3