1. Λέξη
    μειονεκτικός (επίθετο) - (παρόμοια: πλεονεκτικός - ανεκτικός - μερτικός - λεκτικός - μεσιτικός)
  2. Συνώνυμα
    • αποτυχημένος
    • αδύναμος
    • κατώτερος
    3
  3. Αντώνυμα
    • πλεονεκτικός
    • δυνατός
    • ανώτερος
    3
  4. Ορισμός
    • που έχει ή δείχνει μειονέκτημα
    • που βρίσκεται σε δυσμενή θέση σε σύγκριση με κάποιον άλλο
    • που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ισχύος ή ικανότητας
    3
  5. Παραδείγματα
    • Η ομάδα μας ήταν μειονεκτική λόγω της έλλειψης εμπειρίας.
    • Ο μειονεκτικός του χαρακτήρας του τον εμπόδιζε να προχωρήσει στην καριέρα του.
    • Σε μειονεκτική θέση βρέθηκε μετά την απώλεια των κύριων συμμαχών του.
    3