1. Λέξη
    πλεονεκτικός (επίθετο) - (παρόμοια: μειονεκτικός - ανεκτικός - προσεκτικός - λεκτικός - πρωκτικός - πρακτικός - πλαστικός)
  2. Συνώνυμα
    • απληστία
    • φιλάργυρος
    • αγύρτης
    3
  3. Αντώνυμα
    • γενναιόδωρος
    • αλτρουιστής
    • ανιδιοτελής
    3
  4. Ορισμός
    • Επιθυμών να αποκτά περισσότερα από όσα του αναλογούν, ιδίως σε βάρος άλλων.
    • Που δείχνει απληστία ή φιλαργυρία.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο πλεονεκτικός συνάδελφος προσπάθησε να πάρει όλη τη δουλειά για τον εαυτό του.
    • Η πλεονεκτική συμπεριφορά του τον έκανε αντιπαθή στους συναδέλφους του.
    2