Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
πλεονεκτικός (επίθετο) - (παρόμοια:
μειονεκτικός
-
ανεκτικός
-
προσεκτικός
-
λεκτικός
-
πρωκτικός
-
πρακτικός
-
πλαστικός
)
Συνώνυμα
απληστία
φιλάργυρος
αγύρτης
3
Αντώνυμα
γενναιόδωρος
αλτρουιστής
ανιδιοτελής
3
Ορισμός
Επιθυμών να αποκτά περισσότερα από όσα του αναλογούν, ιδίως σε βάρος άλλων.
Που δείχνει απληστία ή φιλαργυρία.
2
Παραδείγματα
Ο πλεονεκτικός συνάδελφος προσπάθησε να πάρει όλη τη δουλειά για τον εαυτό του.
Η πλεονεκτική συμπεριφορά του τον έκανε αντιπαθή στους συναδέλφους του.
2