Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταφέρω (ρήμα) - (παρόμοια:
μεταφέρουν
-
μεταφέρομαι
-
μεταφέρουμε
-
μεταφορά
-
καταφέρω
-
μεταφράσω
-
μεταφερθώ
-
μεταφράζω
)
Συνώνυμα
μετακομίζω
μεταφυτεύω
μεταβιβάζω
3
Αντώνυμα
αφήνω
παραμένω
σταθεροποιώ
3
Ορισμός
Να μετακινήσω κάτι ή κάποιον από ένα μέρος σε άλλο.
Να μεταφέρω μια ιδέα, μια έννοια ή πληροφορία από ένα πλαίσιο σε άλλο.
2
Παραδείγματα
Μετάφερα τα έπιπλα στο νέο σπίτι.
Ο δάσκαλος προσπάθησε να μεταφέρει τη γνώση του στους μαθητές.
2