Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετατρέπομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
μετατρέπω
-
ντρέπομαι
-
μετατρέψω
-
μετατίθεμαι
-
μεταφέρομαι
-
μετατραπώ
-
μετατροπή
)
Συνώνυμα
αλλάζω
μεταμορφώνομαι
μετασχηματίζομαι
3
Αντώνυμα
παραμένω
διατηρούμαι
σταθεροποιούμαι
3
Ορισμός
Να αλλάζω μορφή ή κατάσταση.
Να μεταβάλλομαι σε κάτι άλλο.
Να υποβάλλομαι σε μετατροπή.
3
Παραδείγματα
Το νερό μετατρέπεται σε πάγο όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από το μηδέν.
Οι ερευνητές προσπαθούν να μετατρέψουν την ηλιακή ενέργεια σε ηλεκτρική.
2