1. Συνώνυμα
    • αλλάζω
    • μεταμορφώνομαι
    • μετασχηματίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • παραμένω
    • διατηρούμαι
    • σταθεροποιούμαι
    3
  3. Ορισμός
    • Να αλλάζω μορφή ή κατάσταση.
    • Να μεταβάλλομαι σε κάτι άλλο.
    • Να υποβάλλομαι σε μετατροπή.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Το νερό μετατρέπεται σε πάγο όταν η θερμοκρασία πέσει κάτω από το μηδέν.
    • Οι ερευνητές προσπαθούν να μετατρέψουν την ηλιακή ενέργεια σε ηλεκτρική.
    2