1. Λέξη
    μεταφορέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μεταφορά - μεταφορείς - μεταφορικός - φορέας - μετατροπέας)
  2. Συνώνυμα
    • φορέας
    • αγωγός
    • διανομέας
    3
  3. Αντώνυμα
    • δέκτης
    • παραλήπτης
    2
  4. Ορισμός
    • Αυτός που μεταφέρει κάτι από ένα σημείο σε άλλο.
    • Συσκευή ή μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υλικών ή πληροφοριών.
    • Οργανισμός ή πρόσωπο που μεταφέρει παθογόνα μικρόβια χωρίς να εκδηλώνει τα συμπτώματα της ασθένειας.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο μεταφορέας φορτίου είναι υπεύθυνος για την ασφαλή μεταφορά των εμπορευμάτων.
    • Ο αγωγός νερού λειτουργεί ως μεταφορέας του νερού από τη δεξαμενή στα σπίτια.
    • Τα κουνούπια είναι γνωστοί μεταφορείς ασθενειών όπως η ελονοσία.
    3