Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μεταφορά (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μεταφορείς
-
μεταφορέας
-
μεταφορικός
-
τηλεμεταφορά
-
μεταφέρω
-
αφορά
-
μεταφράζω
-
μεταφερθώ
-
μεταφράσω
)
Συνώνυμα
μετακίνηση
μεταφορά
μετακινητικότητα
3
Αντώνυμα
ακινησία
στασιμότητα
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία της μετακίνησης κάποιου ή κάτι από ένα μέρος σε άλλο.
Η μεταφορά ενός νοήματος ή μιας ιδέας μέσω συμβόλων ή γλωσσικών μέσων.
2
Παραδείγματα
Η μεταφορά των εμπορευμάτων γίνεται με φορτηγά.
Η ποίηση χρησιμοποιεί τη μεταφορά για να μεταφέρει βαθύτερες σημασίες.
2