1. Λέξη
    μετατροπέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μετατροπή - μετατραπώ - μετατρέψω - μετατρέπω - μεταφορέας)
  2. Συνώνυμα
    • μετατροπέας
    • μετατροπέας ρεύματος
    • μετασχηματιστής
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταθερή πηγή
    • άμεσος μετατροπέας
    2
  4. Ορισμός
    • Μια συσκευή που μετατρέπει το ηλεκτρικό ρεύμα από μια μορφή σε άλλη.
    • Μια συσκευή που αλλάζει την τάση του ηλεκτρικού ρεύματος.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο μετατροπέας μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.
    • Χρειάστηκε να αγοράσω έναν μετατροπέα για να χρησιμοποιήσω τη συσκευή μου στο ταξίδι.
    2