Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μετατροπέας (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μετατροπή
-
μετατραπώ
-
μετατρέψω
-
μετατρέπω
-
μεταφορέας
)
Συνώνυμα
μετατροπέας
μετατροπέας ρεύματος
μετασχηματιστής
3
Αντώνυμα
σταθερή πηγή
άμεσος μετατροπέας
2
Ορισμός
Μια συσκευή που μετατρέπει το ηλεκτρικό ρεύμα από μια μορφή σε άλλη.
Μια συσκευή που αλλάζει την τάση του ηλεκτρικού ρεύματος.
2
Παραδείγματα
Ο μετατροπέας μετατρέπει το εναλλασσόμενο ρεύμα σε συνεχές.
Χρειάστηκε να αγοράσω έναν μετατροπέα για να χρησιμοποιήσω τη συσκευή μου στο ταξίδι.
2