1. Λέξη
    μοναχοπαίδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μοναχή - μοναχογιός - μοναχοκόρη)
  2. Συνώνυμα
    • μονόπαιδο
    • μοναχογιός/μοναχοκόρη
    2
  3. Αντώνυμα
    • πολυπαίδι
    • αδερφός/αδερφή
    2
  4. Ορισμός
    • Παιδί που δεν έχει αδέρφια.
    • Ατομο που είναι το μοναδικό παιδί μιας οικογένειας.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Είναι μοναχοπαίδι και μεγαλώνει με πολλή προσοχή από τους γονείς του.
    • Ως μοναχοπαίδι, είχε όλη την αγάπη και την προσοχή των γονιών του.
    2