Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοναχοπαίδι (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μοναχή
-
μοναχογιός
-
μοναχοκόρη
)
Συνώνυμα
μονόπαιδο
μοναχογιός/μοναχοκόρη
2
Αντώνυμα
πολυπαίδι
αδερφός/αδερφή
2
Ορισμός
Παιδί που δεν έχει αδέρφια.
Ατομο που είναι το μοναδικό παιδί μιας οικογένειας.
2
Παραδείγματα
Είναι μοναχοπαίδι και μεγαλώνει με πολλή προσοχή από τους γονείς του.
Ως μοναχοπαίδι, είχε όλη την αγάπη και την προσοχή των γονιών του.
2