Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοναχοκόρη (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μοναχή
-
μοναχογιός
-
μοναχός
-
μοναχοπαίδι
)
Συνώνυμα
μοναχοπαίδι
μοναχοπαιδί
2
Αντώνυμα
πολυτεκνία
αδελφή
2
Ορισμός
Το μοναδικό παιδί μιας οικογένειας, συνήθως κορίτσι.
Κορίτσι που δεν έχει αδέλφια.
2
Παραδείγματα
Η Μαρία είναι μοναχοκόρη και λατρεύεται από τους γονείς της.
Ως μοναχοκόρη, η Ελένη έχει πολλές ευθύνες στο σπίτι.
2