1. Λέξη
    μοναχοκόρη (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μοναχή - μοναχογιός - μοναχός - μοναχοπαίδι)
  2. Συνώνυμα
    • μοναχοπαίδι
    • μοναχοπαιδί
    2
  3. Αντώνυμα
    • πολυτεκνία
    • αδελφή
    2
  4. Ορισμός
    • Το μοναδικό παιδί μιας οικογένειας, συνήθως κορίτσι.
    • Κορίτσι που δεν έχει αδέλφια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Η Μαρία είναι μοναχοκόρη και λατρεύεται από τους γονείς της.
    • Ως μοναχοκόρη, η Ελένη έχει πολλές ευθύνες στο σπίτι.
    2