1. Λέξη
    μοναχογιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια: μοναχός - μοναχικός - μοναχή - μοναχοκόρη - μοναχοπαίδι)
  2. Συνώνυμα
    • μονογενής
    • μοναχοπαίδι
    2
  3. Αντώνυμα
    • πολυγονεϊκός
    • πολυτεκνία
    2
  4. Ορισμός
    • Ο μοναδικός γιος μιας οικογένειας.
    • Παιδί που δεν έχει αδέλφια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο Νίκος είναι ο μοναχογιός της οικογένειας και γι' αυτό του δίνουν πολλή προσοχή.
    • Ως μοναχογιός, μεγάλωσε με πολλές ανέσεις αλλά και μοναξιά.
    2