Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοναχογιός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μοναχός
-
μοναχικός
-
μοναχή
-
μοναχοκόρη
-
μοναχοπαίδι
)
Συνώνυμα
μονογενής
μοναχοπαίδι
2
Αντώνυμα
πολυγονεϊκός
πολυτεκνία
2
Ορισμός
Ο μοναδικός γιος μιας οικογένειας.
Παιδί που δεν έχει αδέλφια.
2
Παραδείγματα
Ο Νίκος είναι ο μοναχογιός της οικογένειας και γι' αυτό του δίνουν πολλή προσοχή.
Ως μοναχογιός, μεγάλωσε με πολλές ανέσεις αλλά και μοναξιά.
2