Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μοναχός (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
μοναχικός
-
μοναχή
-
μοναχογιός
-
μονός
-
μοναδικός
-
μοναχοκόρη
)
Συνώνυμα
καλόγερος
ερημίτης
ασκητής
3
Αντώνυμα
κοσμικός
λαϊκός
2
Ορισμός
Άτομο που ζει σε μοναστήρι και αφιερώνει τη ζωή του στη θρησκεία και την προσευχή.
Πρόσωπο που αποσύρεται από την κοσμική ζωή για να ζήσει σε απομόνωση και ασκητισμό.
2
Παραδείγματα
Ο μοναχός περνούσε ώρες στην προσευχή.
Ο γέροντας μοναχός έδινε συμβουλές στους επισκέπτες.
2