Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
κυκλοφοριακός (επίθετο) - (παρόμοια:
κυκλοφορώ
-
κυκλοφορία
-
κυκλοφορήσω
-
κυκλοφορήσει
-
πληροφοριακός
-
μοριακός
-
κυκλικός
)
Συνώνυμα
περιφερειακός
κυκλικός
περιμετρικός
3
Αντώνυμα
κεντρικός
γραμμικός
ακτινικός
3
Ορισμός
που σχετίζεται ή αναφέρεται στην κυκλοφορία
που κινείται ή λειτουργεί σε κύκλο
που αφορά τη μετακίνηση σε δρόμους ή δίκτυα
3
Παραδείγματα
Το κυκλοφοριακό δίκτυο της πόλης είναι πολύπλοκο.
Οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις βελτιώθηκαν σημαντικά.
Ένα κυκλοφοριακό όχημα είναι αυτό που κινείται στους δρόμους.
3