1. Λέξη
    κυκλοφοριακός (επίθετο) - (παρόμοια: κυκλοφορώ - κυκλοφορία - κυκλοφορήσω - κυκλοφορήσει - πληροφοριακός - μοριακός - κυκλικός)
  2. Συνώνυμα
    • περιφερειακός
    • κυκλικός
    • περιμετρικός
    3
  3. Αντώνυμα
    • κεντρικός
    • γραμμικός
    • ακτινικός
    3
  4. Ορισμός
    • που σχετίζεται ή αναφέρεται στην κυκλοφορία
    • που κινείται ή λειτουργεί σε κύκλο
    • που αφορά τη μετακίνηση σε δρόμους ή δίκτυα
    3
  5. Παραδείγματα
    • Το κυκλοφοριακό δίκτυο της πόλης είναι πολύπλοκο.
    • Οι κυκλοφοριακές ρυθμίσεις βελτιώθηκαν σημαντικά.
    • Ένα κυκλοφοριακό όχημα είναι αυτό που κινείται στους δρόμους.
    3