Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπερδεμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
δεμένος
-
μπερδεύω
-
μαζεμένος
-
μαγεμένος
-
μπλεγμένος
)
Συνώνυμα
συγχυσμένος
μπλεγμένος
ανακατεμένος
3
Αντώνυμα
ξεκάθαρος
οργανωμένος
διαυγής
3
Ορισμός
Που δεν έχει σαφή κατανόηση ή εικόνα μιας κατάστασης.
Που χαρακτηρίζεται από σύγχυση ή ασάφεια.
2
Παραδείγματα
Ήταν τόσο μπερδεμένος που δεν ήξερε τι να πει.
Η εξήγησή του με άφησε ακόμα πιο μπερδεμένο.
2