1. Λέξη
    μπερδεμένος (επίθετο) - (παρόμοια: δεμένος - μπερδεύω - μαζεμένος - μαγεμένος - μπλεγμένος)
  2. Συνώνυμα
    • συγχυσμένος
    • μπλεγμένος
    • ανακατεμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • ξεκάθαρος
    • οργανωμένος
    • διαυγής
    3
  4. Ορισμός
    • Που δεν έχει σαφή κατανόηση ή εικόνα μιας κατάστασης.
    • Που χαρακτηρίζεται από σύγχυση ή ασάφεια.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ήταν τόσο μπερδεμένος που δεν ήξερε τι να πει.
    • Η εξήγησή του με άφησε ακόμα πιο μπερδεμένο.
    2