Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπλοκαρισμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σοκαρισμένος
-
φρικαρισμένος
-
μαυρισμένος
-
ορισμένος
-
μπλεγμένος
-
χωρισμένος
-
στρεσαρισμένος
)
Συνώνυμα
σταματημένος
αποκλεισμένος
εμποδισμένος
3
Αντώνυμα
ελεύθερος
ανοιχτός
ξεμπλοκαρισμένος
3
Ορισμός
Που έχει σταματήσει να λειτουργεί ή να προχωρά λόγω εμποδίου.
Που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας προχώρησης ή εξέλιξης.
2
Παραδείγματα
Ο δρόμος ήταν μπλοκαρισμένος από ένα μεγάλο δέντρο που έπεσε.
Η διαδικασία είναι μπλοκαρισμένη λόγω έλλειψης απαραίτητων εγγράφων.
2