1. Συνώνυμα
    • σταματημένος
    • αποκλεισμένος
    • εμποδισμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • ελεύθερος
    • ανοιχτός
    • ξεμπλοκαρισμένος
    3
  3. Ορισμός
    • Που έχει σταματήσει να λειτουργεί ή να προχωρά λόγω εμποδίου.
    • Που βρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας προχώρησης ή εξέλιξης.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ο δρόμος ήταν μπλοκαρισμένος από ένα μεγάλο δέντρο που έπεσε.
    • Η διαδικασία είναι μπλοκαρισμένη λόγω έλλειψης απαραίτητων εγγράφων.
    2