1. Λέξη
    μπουκάρουν (ρήμα) - (παρόμοια: μπουκάρω - μπουκάλι - μπουκ - μπουκιά - μπουνιά)
  2. Συνώνυμα
    • κλείνουν
    • μπλοκάρουν
    • αποκλείουν
    3
  3. Αντώνυμα
    • ανοίγουν
    • ξεμπλοκάρουν
    • επιτρέπουν
    3
  4. Ορισμός
    • Εμποδίζουν την πρόσβαση ή τη ροή.
    • Κλείνουν ή αποκλείουν κάτι.
    • Εμποδίζουν τη λειτουργία ή την πρόοδο.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Οι διαδηλωτές μπορεί να μπουκάρουν τους δρόμους.
    • Το σύστημα μπορεί να μπουκάρει αν υπερφορτωθεί.
    • Οι αρχές μπορούν να μπουκάρουν παράνομες ιστοσελίδες.
    3