Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπουκάρουν (ρήμα) - (παρόμοια:
μπουκάρω
-
μπουκάλι
-
μπουκ
-
μπουκιά
-
μπουνιά
)
Συνώνυμα
κλείνουν
μπλοκάρουν
αποκλείουν
3
Αντώνυμα
ανοίγουν
ξεμπλοκάρουν
επιτρέπουν
3
Ορισμός
Εμποδίζουν την πρόσβαση ή τη ροή.
Κλείνουν ή αποκλείουν κάτι.
Εμποδίζουν τη λειτουργία ή την πρόοδο.
3
Παραδείγματα
Οι διαδηλωτές μπορεί να μπουκάρουν τους δρόμους.
Το σύστημα μπορεί να μπουκάρει αν υπερφορτωθεί.
Οι αρχές μπορούν να μπουκάρουν παράνομες ιστοσελίδες.
3