1. Λέξη
    μπουκάρω (ρήμα) - (παρόμοια: μπουκάρουν - μπουκάλι - μπουκ - μπουκιά - μπλοκάρω - μπουκέτο - μπουθ)
  2. Συνώνυμα
    • σταματώ
    • ακινητοποιώ
    • παύω
    3
  3. Αντώνυμα
    • συνεχίζω
    • προχωρώ
    • κινώ
    3
  4. Ορισμός
    • Να σταματώ κάτι ή κάποιον από το να κινείται ή να λειτουργεί.
    • Να εμποδίζω την πρόοδο ή την εξέλιξη κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μπορείς να μπουκάρεις το αυτοκίνητο για λίγο;
    • Ο δάσκαλος μπούκαρε την τάξη όταν άρχισαν να φωνάζουν.
    2