Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μπουκάρω (ρήμα) - (παρόμοια:
μπουκάρουν
-
μπουκάλι
-
μπουκ
-
μπουκιά
-
μπλοκάρω
-
μπουκέτο
-
μπουθ
)
Συνώνυμα
σταματώ
ακινητοποιώ
παύω
3
Αντώνυμα
συνεχίζω
προχωρώ
κινώ
3
Ορισμός
Να σταματώ κάτι ή κάποιον από το να κινείται ή να λειτουργεί.
Να εμποδίζω την πρόοδο ή την εξέλιξη κάτι.
2
Παραδείγματα
Μπορείς να μπουκάρεις το αυτοκίνητο για λίγο;
Ο δάσκαλος μπούκαρε την τάξη όταν άρχισαν να φωνάζουν.
2