Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ντου (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
ντουκ
-
ντους
-
ντουέην
-
ντουβάλ
-
ντουέιν
-
ντουλάπα
-
ντουλίτλ
-
ντουλάπι
-
ντουζίνα
-
ντουμπάι
-
ντοτζ
-
ντολς
-
ντρου
-
ντονι
-
ντουζιέρα
)
Συνώνυμα
μπάνιο
λουτρό
μπανιέρα
3
Αντώνυμα
ξηρασία
αφυδάτωση
2
Ορισμός
Η ενέργεια ή η διαδικασία του να πλένεται κάποιος με νερό.
Ο χώρος ή η εγκατάσταση όπου γίνεται το μπάνιο.
2
Παραδείγματα
Πήγα για ένα αναζωογονητικό ντου μετά την εξάντληση.
Το ντου του ξενοδοχείου ήταν πολύ λουξ.
2