1. Λέξη
    ντροπιασμένος (επίθετο) - (παρόμοια: νοικιασμένος - νευριασμένος - ντροπιαστικός - παθιασμένος - αηδιασμένος - ντυμένος)
  2. Συνώνυμα
    • ενοχλημένος
    • αμηχανισμένος
    • συνεσταλμένος
    3
  3. Αντώνυμα
    • αναιδής
    • αποφασισμένος
    • θρασύς
    3
  4. Ορισμός
    • που νιώθει ντροπή ή αμηχανία λόγω κάποιου γεγονότος ή πράξης
    • που δείχνει ή εκφράζει ντροπή
    2
  5. Παραδείγματα
    • Μετά το ατύχημα, έμεινε ντροπιασμένος και δεν μιλούσε σε κανέναν.
    • Η ντροπιασμένη έκφραση του προσώπου του έδειχνε πόσο μετάνιωσε.
    2