Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
νοικιασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
νευριασμένος
-
ντροπιασμένος
-
αηδιασμένος
-
παθιασμένος
-
σχεδιασμένος
-
προικισμένος
-
σπασμένος
-
σκασμένος
)
Συνώνυμα
ενοικιασμένος
μισθωμένος
2
Αντώνυμα
ιδιόκτητος
αγορασμένος
2
Ορισμός
που έχει νοικιαστεί ή μισθωθεί
που ανήκει σε άλλον και χρησιμοποιείται με αντάλλαγμα
2
Παραδείγματα
Το διαμέρισμα είναι νοικιασμένο για ένα χρόνο.
Ο νοικιασμένος αυτοκινητοστάτης βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.
2