Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
αηδιασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
σχεδιασμένος
-
παθιασμένος
-
προσχεδιασμένος
-
αρραβωνιασμένος
-
νευριασμένος
-
νοικιασμένος
-
αναγκασμένος
-
σκασμένος
-
σπασμένος
-
σκουριασμένος
-
ντροπιασμένος
-
περασμένος
-
διχασμένος
-
ξιπασμένος
-
χαλασμένος
-
διψασμένος
-
ξεχασμένος
)
Συνώνυμα
σιχαμένος
απεχθής
αποκρουστικός
3
Αντώνυμα
ευχάριστος
αγαπητός
εκλεκτός
3
Ορισμός
Που προκαλεί αηδία ή απέχθεια.
Που εκφράζει ή δείχνει αηδία.
2
Παραδείγματα
Ένιωσε αηδιασμένος από τη βρώμα.
Το φαγητό ήταν τόσο κακό που έμεινε αηδιασμένος.
2