1. Συνώνυμα
    • σιχαμένος
    • απεχθής
    • αποκρουστικός
    3
  2. Αντώνυμα
    • ευχάριστος
    • αγαπητός
    • εκλεκτός
    3
  3. Ορισμός
    • Που προκαλεί αηδία ή απέχθεια.
    • Που εκφράζει ή δείχνει αηδία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Ένιωσε αηδιασμένος από τη βρώμα.
    • Το φαγητό ήταν τόσο κακό που έμεινε αηδιασμένος.
    2