1. Συνώνυμα
    • ανακατασκευάζω
    • ανανεώνω
    • ανασυγκροτώ
    3
  2. Αντώνυμα
    • καταστρέφω
    • χαλώ
    • γκρεμίζω
    3
  3. Ορισμός
    • Κτίζω εκ νέου κάτι που είχε καταστραφεί ή υποστεί ζημιά.
    • Επαναδημιουργώ ή ανασυγκροτώ κάτι που είχε χαθεί ή καταστραφεί.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Μετά τον σεισμό, οι κάτοικοι ξαναχτίζουν τα σπίτια τους.
    • Η κυβέρνηση σχεδιάζει να ξαναχτίσει την οικονομία της χώρας.
    2