Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναχτίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναπαίζω
-
ξαναρχίζω
-
ξαναγυρίζω
-
ξαναχτυπάω
-
ξανακερδίζω
-
ξαναχτυπήσω
-
ξαναβάζω
-
ξαναχάνω
)
Συνώνυμα
ανακατασκευάζω
ανανεώνω
ανασυγκροτώ
3
Αντώνυμα
καταστρέφω
χαλώ
γκρεμίζω
3
Ορισμός
Κτίζω εκ νέου κάτι που είχε καταστραφεί ή υποστεί ζημιά.
Επαναδημιουργώ ή ανασυγκροτώ κάτι που είχε χαθεί ή καταστραφεί.
2
Παραδείγματα
Μετά τον σεισμό, οι κάτοικοι ξαναχτίζουν τα σπίτια τους.
Η κυβέρνηση σχεδιάζει να ξαναχτίσει την οικονομία της χώρας.
2