Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαναχτυπήσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαναχτυπάω
-
χτυπήσω
-
ξαναζήσω
-
ξαναχτίζω
-
ξαναζητήσω
)
Συνώνυμα
επανέρχομαι
ξανακάνω
επιστρέφω
3
Αντώνυμα
σταματώ
εγκαταλείπω
τερματίζω
3
Ορισμός
Επαναλαμβάνω μια κίνηση ή μια ενέργεια, ιδιαίτερα το χτύπημα.
Επιστρέφω σε ένα μέρος ή μια κατάσταση.
2
Παραδείγματα
Θα ξαναχτυπήσω την πόρτα αν δεν μου ανοίξεις.
Αν δεν απαντήσει, θα ξαναχτυπήσω το τηλέφωνο.
2