1. Λέξη
    ξαναχτυπήσω (ρήμα) - (παρόμοια: ξαναχτυπάω - χτυπήσω - ξαναζήσω - ξαναχτίζω - ξαναζητήσω)
  2. Συνώνυμα
    • επανέρχομαι
    • ξανακάνω
    • επιστρέφω
    3
  3. Αντώνυμα
    • σταματώ
    • εγκαταλείπω
    • τερματίζω
    3
  4. Ορισμός
    • Επαναλαμβάνω μια κίνηση ή μια ενέργεια, ιδιαίτερα το χτύπημα.
    • Επιστρέφω σε ένα μέρος ή μια κατάσταση.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Θα ξαναχτυπήσω την πόρτα αν δεν μου ανοίξεις.
    • Αν δεν απαντήσει, θα ξαναχτυπήσω το τηλέφωνο.
    2