Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξαφνιάζομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
ξαφνιάζω
-
βιάζομαι
-
νοιάζομαι
-
θυσιάζομαι
-
ξεβράζομαι
-
χρειάζομαι
)
Συνώνυμα
εκπλήσσομαι
καθηλώνω
συγχίζω
3
Αντώνυμα
προετοιμάζομαι
προβλέπω
αντιμετωπίζω με ψυχραιμία
3
Ορισμός
Νιώθω έκπληξη ή σύγχυση λόγω κάτι απροσδόκητου.
Παθαίνω έκπληξη από κάτι που δεν το περίμενα.
2
Παραδείγματα
Ξαφνιάστηκα όταν τον είδα στην πόρτα μου χωρίς προειδοποίηση.
Η είδηση για την απροσδόκητη επιστροφή της με ξάφνιασε.
2