Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεπερνώ (ρήμα) - (παρόμοια:
ξερνώ
-
ξεπερνάω
-
ξεπερνιέμαι
-
ξεπεράσω
-
περνώ
-
ξαναπερνώ
)
Συνώνυμα
υπερβαίνω
κατακτώ
υπερνικώ
3
Αντώνυμα
υποχωρώ
αποτυγχάνω
υποκύπτω
3
Ορισμός
Προχωρώ πέρα από κάποιο όριο ή εμπόδιο.
Καταφέρνω να αντιμετωπίσω με επιτυχία μια δυσκολία ή πρόκληση.
Υπερβαίνω σε ποσότητα, ποιότητα ή επίδοση.
3
Παραδείγματα
Τον ξεπέρασε στην ταχύτητα και κέρδισε τον αγώνα.
Η επιτυχία του ξεπέρασε κάθε προσδοκία.
Πρέπει να ξεπεράσουμε τις δυσκολίες για να πετύχουμε τους στόχους μας.
3