Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεπληρώνω (ρήμα) - (παρόμοια:
πληρώνω
-
εκπληρώνω
-
αναπληρώνω
-
συμπληρώνω
-
ξεπλύνω
-
ξεπλένω
)
Συνώνυμα
εξοφλώ
καταβάλλω
τελειώνω την πληρωμή
3
Αντώνυμα
χρωστάω
οφείλω
απομένω να πληρώσω
3
Ορισμός
Να ολοκληρώσω την πληρωμή ενός χρέους ή μιας υποχρέωσης.
Να εξοφλήσω ένα ποσό που οφείλω.
2
Παραδείγματα
Τελικά ξεπλήρωσα όλα τα χρέη μου και νιώθω ελεύθερος.
Μετά από πολλούς μήνες, κατάφερα να ξεπληρώσω το δάνειο.
2