1. Λέξη
    ξεπληρώνω (ρήμα) - (παρόμοια: πληρώνω - εκπληρώνω - αναπληρώνω - συμπληρώνω - ξεπλύνω - ξεπλένω)
  2. Συνώνυμα
    • εξοφλώ
    • καταβάλλω
    • τελειώνω την πληρωμή
    3
  3. Αντώνυμα
    • χρωστάω
    • οφείλω
    • απομένω να πληρώσω
    3
  4. Ορισμός
    • Να ολοκληρώσω την πληρωμή ενός χρέους ή μιας υποχρέωσης.
    • Να εξοφλήσω ένα ποσό που οφείλω.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Τελικά ξεπλήρωσα όλα τα χρέη μου και νιώθω ελεύθερος.
    • Μετά από πολλούς μήνες, κατάφερα να ξεπληρώσω το δάνειο.
    2