1. Λέξη
    ξεράσω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεπεράσω - γεράσω - περάσω - ξεχάσω - ξεσπάσω)
  2. Συνώνυμα
    • ξεραίνω
    • αποξηραίνω
    2
  3. Αντώνυμα
    • υγραίνω
    • ποτίζω
    2
  4. Ορισμός
    • Να κάνω κάτι να χάσει την υγρασία του.
    • Να απομακρύνω την υγρασία από κάτι.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο ήλιος ξέρασε τα ρούχα στο μπαλκόνι.
    • Η ζέστη ξέρασε τα φυτά στον κήπο.
    2