Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεράσω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεπεράσω
-
γεράσω
-
περάσω
-
ξεχάσω
-
ξεσπάσω
)
Συνώνυμα
ξεραίνω
αποξηραίνω
2
Αντώνυμα
υγραίνω
ποτίζω
2
Ορισμός
Να κάνω κάτι να χάσει την υγρασία του.
Να απομακρύνω την υγρασία από κάτι.
2
Παραδείγματα
Ο ήλιος ξέρασε τα ρούχα στο μπαλκόνι.
Η ζέστη ξέρασε τα φυτά στον κήπο.
2