1. Λέξη
    σκίζω (ρήμα) - (παρόμοια: ξεσκίζω - σκαλίζω - σκίζομαι - σκορπίζω - σκουπίζω)
  2. Συνώνυμα
    • κόβω
    • διασπώ
    • σχίζω
    • ξεσκίζω
    4
  3. Αντώνυμα
    • ενώνω
    • κολλώ
    • επισκευάζω
    3
  4. Ορισμός
    • Κάνω κάτι να χωριστεί σε δύο ή περισσότερα μέρη με βίαιη κίνηση.
    • Καταστρέφω ή καταστέλλω κάτι με βία.
    • Διαιρώ ή χωρίζω κάτι σε κομμάτια.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ο άνεμος έσκισε τα φύλλα από τα δέντρα.
    • Η οργή του τον έσκισε από μέσα του.
    • Η μηχανή έσκισε το χαρτί όταν το τράβηξε.
    3