Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
σκίζω (ρήμα) - (παρόμοια:
ξεσκίζω
-
σκαλίζω
-
σκίζομαι
-
σκορπίζω
-
σκουπίζω
)
Συνώνυμα
κόβω
διασπώ
σχίζω
ξεσκίζω
4
Αντώνυμα
ενώνω
κολλώ
επισκευάζω
3
Ορισμός
Κάνω κάτι να χωριστεί σε δύο ή περισσότερα μέρη με βίαιη κίνηση.
Καταστρέφω ή καταστέλλω κάτι με βία.
Διαιρώ ή χωρίζω κάτι σε κομμάτια.
3
Παραδείγματα
Ο άνεμος έσκισε τα φύλλα από τα δέντρα.
Η οργή του τον έσκισε από μέσα του.
Η μηχανή έσκισε το χαρτί όταν το τράβηξε.
3