1. Λέξη
    ξετρελαίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια: τρελαίνομαι - ξεραίνομαι - ξηραίνομαι - μαίνομαι - φαίνομαι)
  2. Συνώνυμα
    • τρελαίνομαι
    • παραφερνομαι
    • χάνω τον έλεγχο
    3
  3. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • καθαρίζω το μυαλό μου
    • συγκεντρώνομαι
    3
  4. Ορισμός
    • Χάνω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου ή της λογικής μου.
    • Εμφανίζω υπερβολική ενθουσιασμό ή πανικό.
    • Δεν μπορώ να σκεφτώ ή να ενεργήσω λογικά λόγω έντονων συναισθημάτων.
    3
  5. Παραδείγματα
    • Ξετρελάθηκε από τη χαρά όταν έμαθε τα νέα.
    • Μην ξετρελαίνεσαι, πρέπει να παραμείνουμε ψύχραιμοι.
    • Ο κόσμος ξετρελάθηκε όταν εμφανίστηκε ο αγαπημένος του τραγουδιστής.
    3