Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξετρελαίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
τρελαίνομαι
-
ξεραίνομαι
-
ξηραίνομαι
-
μαίνομαι
-
φαίνομαι
)
Συνώνυμα
τρελαίνομαι
παραφερνομαι
χάνω τον έλεγχο
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
καθαρίζω το μυαλό μου
συγκεντρώνομαι
3
Ορισμός
Χάνω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου ή της λογικής μου.
Εμφανίζω υπερβολική ενθουσιασμό ή πανικό.
Δεν μπορώ να σκεφτώ ή να ενεργήσω λογικά λόγω έντονων συναισθημάτων.
3
Παραδείγματα
Ξετρελάθηκε από τη χαρά όταν έμαθε τα νέα.
Μην ξετρελαίνεσαι, πρέπει να παραμείνουμε ψύχραιμοι.
Ο κόσμος ξετρελάθηκε όταν εμφανίστηκε ο αγαπημένος του τραγουδιστής.
3