1. Συνώνυμα
    • στεγνώνω
    • αφυδατώνομαι
    • ξεραίνομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • υγραίνομαι
    • ποτίζομαι
    • διαβρέχομαι
    3
  3. Ορισμός
    • Χάνω την υγρασία μου, γίνομαι ξηρός.
    • Παύω να περιέχω υγρασία ή υγρό.
    • Γίνομαι άνυδρος, χάνω τα υγρά του σώματος μου.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Τα ρούχα ξηραίνονται στον ήλιο.
    • Το δέρμα μου ξηραίνεται το χειμώνα.
    • Οι πλαστικές σακούλες ξηραίνονται γρήγορα.
    3