1. Συνώνυμα
    • τρελαίνομαι
    • εξαγριώνομαι
    • θυμώνω
    3
  2. Αντώνυμα
    • ηρεμώ
    • ησυχάζω
    • καθησυχάζω
    3
  3. Ορισμός
    • Χάνω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου, συνήθως λόγω θυμού ή έντονης συγκίνησης.
    • Εμφανίζω συμπτώματα ψυχικής διαταραχής.
    • Ενεργώ με τρόπο παράλογο ή ασυνήθιστο.
    3
  4. Παραδείγματα
    • Μαίνομαι όταν με διακόπτουν συνεχώς.
    • Μετά το ατύχημα, άρχισε να μαίνεται και χρειάστηκε να τον νοσηλεύσουν.
    • Μαίνεται ο καιρός σήμερα, βρέχει και φυσάει δυνατά.
    3