Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
μαίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
μαθαίνομαι
-
φαίνομαι
-
ξεραίνομαι
-
σιχαίνομαι
-
ξηραίνομαι
-
γίνομαι
-
δίνομαι
-
τρελαίνομαι
-
αποφαίνομαι
-
ζεσταίνομαι
-
κρίνομαι
-
ανασταίνομαι
-
κλείνομαι
-
μαζεύομαι
-
μειώνομαι
-
μολύνομαι
-
ξετρελαίνομαι
)
Συνώνυμα
τρελαίνομαι
εξαγριώνομαι
θυμώνω
3
Αντώνυμα
ηρεμώ
ησυχάζω
καθησυχάζω
3
Ορισμός
Χάνω τον έλεγχο των συναισθημάτων μου, συνήθως λόγω θυμού ή έντονης συγκίνησης.
Εμφανίζω συμπτώματα ψυχικής διαταραχής.
Ενεργώ με τρόπο παράλογο ή ασυνήθιστο.
3
Παραδείγματα
Μαίνομαι όταν με διακόπτουν συνεχώς.
Μετά το ατύχημα, άρχισε να μαίνεται και χρειάστηκε να τον νοσηλεύσουν.
Μαίνεται ο καιρός σήμερα, βρέχει και φυσάει δυνατά.
3