Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
φαίνομαι (ρήμα) - (παρόμοια:
αποφαίνομαι
-
μαίνομαι
-
μαθαίνομαι
-
σιχαίνομαι
-
ξηραίνομαι
-
ξεραίνομαι
-
δίνομαι
-
γίνομαι
-
ζεσταίνομαι
-
τρελαίνομαι
-
φανερώνομαι
-
φαίνεται
-
φέρνομαι
-
κρίνομαι
-
ανασταίνομαι
-
φαίνω
-
φαίνονταν
-
κλείνομαι
-
ξετρελαίνομαι
)
Συνώνυμα
εμφανίζομαι
δείχνω
φαίνομαι
προβάλλω
4
Αντώνυμα
εξαφανίζομαι
κρύβομαι
αφανίζομαι
3
Ορισμός
Να είμαι ορατός ή να γίνομαι αντιληπτός από κάποιον.
Να δίνω την εντύπωση ότι είμαι κάτι ή ότι έχω μια συγκεκριμένη ιδιότητα.
2
Παραδείγματα
Ο ήλιος φαίνεται πίσω από τα βουνά.
Φαίνεται κουρασμένος μετά τη δουλειά.
2