1. Συνώνυμα
    • λησμονημένος
    • αφηρημένος
    • ξεχασμένος
    3
  2. Αντώνυμα
    • θυμημένος
    • συγκεντρωμένος
    • προσεκτικός
    3
  3. Ορισμός
    • που έχει ξεχάσει κάτι ή έχει ξεχαστεί
    • που δεν θυμάται εύκολα
    • που χαρακτηρίζεται από λήθη
    3
  4. Παραδείγματα
    • Ο παππούς μου είναι λίγο ξεχασμένος τα τελευταία χρόνια.
    • Βρήκα ένα ξεχασμένο βιβλίο στο παλιό μου δωμάτιο.
    • Η ξεχασμένη συνταγή της γιαγιάς μου βρέθηκε σε ένα παλιό σημειωματάριο.
    3