Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ξεχασμένος (επίθετο) - (παρόμοια:
ξεχασμένο
-
ξεπερασμένος
-
ξιπασμένος
-
διχασμένος
-
σκασμένος
-
σπασμένος
-
περασμένος
-
χαλασμένος
-
διψασμένος
-
ξεχαστώ
-
λανθασμένος
-
παθιασμένος
-
φαντασμένος
-
κρεμασμένος
-
λυσσασμένος
-
αηδιασμένος
-
πεινασμένος
-
κουρασμένος
)
Συνώνυμα
λησμονημένος
αφηρημένος
ξεχασμένος
3
Αντώνυμα
θυμημένος
συγκεντρωμένος
προσεκτικός
3
Ορισμός
που έχει ξεχάσει κάτι ή έχει ξεχαστεί
που δεν θυμάται εύκολα
που χαρακτηρίζεται από λήθη
3
Παραδείγματα
Ο παππούς μου είναι λίγο ξεχασμένος τα τελευταία χρόνια.
Βρήκα ένα ξεχασμένο βιβλίο στο παλιό μου δωμάτιο.
Η ξεχασμένη συνταγή της γιαγιάς μου βρέθηκε σε ένα παλιό σημειωματάριο.
3