Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οδοντιατρικός (επίθετο) - (παρόμοια:
οδοντικός
-
ιατρικός
-
ψυχιατρικός
-
πατρικός
)
Συνώνυμα
οδοντικός
στοματικός
2
Αντώνυμα
μη οδοντιατρικός
ασχετος με οδοντογιατρους
2
Ορισμός
Σχετικός με την οδοντιατρική ή τους οδοντιάτρους.
Αφορά τη θεραπεία ή τη φροντίδα των δοντιών.
2
Παραδείγματα
Ο οδοντιατρικός εξοπλισμός είναι απαραίτητος για κάθε κλινική.
Πήγα στον οδοντιατρικό γιατρό μου για έναν έλεγχο.
2