1. Λέξη
    οδοντιατρικός (επίθετο) - (παρόμοια: οδοντικός - ιατρικός - ψυχιατρικός - πατρικός)
  2. Συνώνυμα
    • οδοντικός
    • στοματικός
    2
  3. Αντώνυμα
    • μη οδοντιατρικός
    • ασχετος με οδοντογιατρους
    2
  4. Ορισμός
    • Σχετικός με την οδοντιατρική ή τους οδοντιάτρους.
    • Αφορά τη θεραπεία ή τη φροντίδα των δοντιών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο οδοντιατρικός εξοπλισμός είναι απαραίτητος για κάθε κλινική.
    • Πήγα στον οδοντιατρικό γιατρό μου για έναν έλεγχο.
    2