Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
οδοντικός (επίθετο) - (παρόμοια:
οδοντιατρικός
-
ποντικός
-
οδικός
-
οπτικός
-
μελλοντικός
-
εθελοντικός
)
Συνώνυμα
οδοντώδης
δοντοειδής
2
Αντώνυμα
λείος
ομαλός
2
Ορισμός
Που σχετίζεται με τα δόντια ή μοιάζει με δόντι.
Που έχει σχήμα ή δομή παρόμοια με αυτή των δοντιών.
2
Παραδείγματα
Ο οδοντικός τροχός χρησιμοποιείται σε πολλές μηχανές.
Το οδοντικό πριόνι είναι απαραίτητο για την κοπή μετάλλων.
2