1. Λέξη
    οδοντικός (επίθετο) - (παρόμοια: οδοντιατρικός - ποντικός - οδικός - οπτικός - μελλοντικός - εθελοντικός)
  2. Συνώνυμα
    • οδοντώδης
    • δοντοειδής
    2
  3. Αντώνυμα
    • λείος
    • ομαλός
    2
  4. Ορισμός
    • Που σχετίζεται με τα δόντια ή μοιάζει με δόντι.
    • Που έχει σχήμα ή δομή παρόμοια με αυτή των δοντιών.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Ο οδοντικός τροχός χρησιμοποιείται σε πολλές μηχανές.
    • Το οδοντικό πριόνι είναι απαραίτητο για την κοπή μετάλλων.
    2