Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
ολικός (επίθετο) - (παρόμοια:
ολιστικός
-
βολικός
-
πολικός
-
σχολικός
-
διπολικός
-
καθολικός
-
συνολικός
-
υλικός
-
οδικός
-
διαβολικός
-
συμβολικός
-
ολλανδικός
-
ανατολικός
-
αλκοολικός
-
φιλικός
-
τελικός
-
οπτικός
-
ολογραφικός
-
υπερβολικός
)
Συνώνυμα
συνολικός
ολοκληρωτικός
πλήρης
3
Αντώνυμα
μερικός
ατελής
ελλιπής
3
Ορισμός
που αφορά το σύνολο ή την ολότητα
που είναι πλήρης και χωρίς ελλείψεις
που καλύπτει κάθε πλευρά ή πτυχή
3
Παραδείγματα
Η ολική απώλεια της όρασης του τον άφησε ανήμπορο.
Η εταιρεία πραγματοποίησε ολική αναδιάρθρωση των τμημάτων της.
Ο ολικός αριθμός των εισιτηρίων που διατέθηκαν ήταν 10.000.
3