1. Συνώνυμα
    • συνολικός
    • ολοκληρωτικός
    • πλήρης
    3
  2. Αντώνυμα
    • μερικός
    • ατελής
    • ελλιπής
    3
  3. Ορισμός
    • που αφορά το σύνολο ή την ολότητα
    • που είναι πλήρης και χωρίς ελλείψεις
    • που καλύπτει κάθε πλευρά ή πτυχή
    3
  4. Παραδείγματα
    • Η ολική απώλεια της όρασης του τον άφησε ανήμπορο.
    • Η εταιρεία πραγματοποίησε ολική αναδιάρθρωση των τμημάτων της.
    • Ο ολικός αριθμός των εισιτηρίων που διατέθηκαν ήταν 10.000.
    3