1. Λέξη
    παράγκα (ουσιαστικό) - (παρόμοια: παράγω - παράγομαι - παράγοντας - παράγραφος)
  2. Συνώνυμα
    • καλύβα
    • παράπηγμα
    • σκηνή
    • καταφύγιο
    4
  3. Αντώνυμα
    • μεγάλο σπίτι
    • ανάκτορο
    • πύργος
    3
  4. Ορισμός
    • Μικρή και προσωρινή κατασκευή από ξύλο ή άλλα υλικά, που χρησιμοποιείται ως καταφύγιο ή για εργασίες.
    • Απλό και μικρό κτίσμα, συνήθως σε αγροτικές ή δασικές περιοχές.
    2
  5. Παραδείγματα
    • Οι εργάτες έφτιαξαν μια παράγκα για να προστατευτούν από τη βροχή.
    • Η παράγκα στο δάσος χρησίμευε ως καταφύγιο για τους κυνηγούς.
    2