Αρχική Σελίδα
Μετάβαση
Λέξη
παράγκα (ουσιαστικό) - (παρόμοια:
παράγω
-
παράγομαι
-
παράγοντας
-
παράγραφος
)
Συνώνυμα
καλύβα
παράπηγμα
σκηνή
καταφύγιο
4
Αντώνυμα
μεγάλο σπίτι
ανάκτορο
πύργος
3
Ορισμός
Μικρή και προσωρινή κατασκευή από ξύλο ή άλλα υλικά, που χρησιμοποιείται ως καταφύγιο ή για εργασίες.
Απλό και μικρό κτίσμα, συνήθως σε αγροτικές ή δασικές περιοχές.
2
Παραδείγματα
Οι εργάτες έφτιαξαν μια παράγκα για να προστατευτούν από τη βροχή.
Η παράγκα στο δάσος χρησίμευε ως καταφύγιο για τους κυνηγούς.
2