1. Συνώνυμα
    • εξαρτώμαι
    • προέρχομαι
    • καθορίζομαι
    3
  2. Αντώνυμα
    • ελέγχω
    • καθορίζω
    • επηρεάζω
    3
  3. Ορισμός
    • Να βρίσκομαι υπό την επιρροή ή τον έλεγχο κάποιου ή κάτι.
    • Να προέρχομαι από μια συγκεκριμένη πηγή ή αιτία.
    2
  4. Παραδείγματα
    • Η απόφασή μου παράγεται από τις συμβουλές των γονιών μου.
    • Αυτό το φαινόμενο παράγεται από τις αλλαγές στο κλίμα.
    2